κορνάρισμα

κορνάρισμα
το, -ατος
σάλπισμα των αυτοκινήτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κορνάρισμα — το [κορνάρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κορνάρω, το σφύριγμα με την κόρνα …   Dictionary of Greek

  • ακορνάριστος — η, ο [κορνάρω] αυτός που δεν κορνάρισε, που δεν προειδοποίησε με κορνάρισμα …   Dictionary of Greek

  • μπαλαντζάρισμα — και παλαντσάρισμα, το αστάθεια, διακύμανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαλαντζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. κορνάρω: κορνάρισμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”